μοδιστράδικο

μοδιστράδικο
το мастерская портнихи

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μοδιστράδικο" в других словарях:

  • μοδιστράδικο — το το εργαστήριο ή το κατάστημα της μοδίστρας: Ο διάσημος οίκος μόδας αρχικά ήταν ένα συνοικιακό μοδιστράδικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοδιστράδικο — το [μοδίστρα] το εργαστήριο τής, μοδίστρας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»